ευακόλουθος

ευακόλουθος
εὐακόλουθος, -ον (Μ)
αυτός που ακολουθεί εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακόλουθος (πρβλ. αν-ακόλουθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευακολουθία — εὐακολουθία, ἡ (Α) [ευακόλουθος] η ορθή τάξη, η αρμόδια διάταξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”